- μεσοδόκι
- τοη μεσόδμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + δοκός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσοδόκι — το ιού, μεγάλο δοκάρι που ενώνει οριζόντια τους τοίχους ενός κτιρίου και στηρίζει τη σκεπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσοδόκιο — το [μεσοδόκι] η απόσταση ανάμεσα σε δύο παράλληλες δοκούς ενός οικοδομήματος … Dictionary of Greek
μεσόδμη — η (Α μεσόδμη και δωρ. τ. μεσόδμα και αττ. τ. μεσόμνη) 1. μεγάλη δοκός η οποία περνάει οριζόντια από τοίχο σε τοίχο και στηρίζει τη στέγη, το μεσοδόκι 2. δοκός που τέμνει εγκάρσια από τη μια ώς την άλλη πλευρά το πλοίο, πάνω από το εσωτρόπιο, η… … Dictionary of Greek